Τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν στο προαύλιο. Ήταν μία από αυτές τις πολύ ζεστές μέρες του Αυγούστου, όπου όλα λειτουργούσαν σε βασανιστικά αργούς ρυθμούς. Ένα λεπτό φαντάζει σαν μία ώρα και νιώθω όλο και πιο ανήσυχη.
Προσπαθώντας να ξεγελάσω τις σκέψεις μου, συγκεντρώνομαι στις φωνές των παιδιών. Καιρό τώρα προσπαθώ… Προσπαθώ να ξεχάσω τι συνέβη γιατί όσο τριγυρνούν οι αναμνήσεις στο μυαλό μου, βρίσκομαι σε σύγχυση και νιώθω εγκλωβισμένη, και μέσα μου φουντώνει μια ανάγκη να γυρίσω τον χρόνο πίσω, και να βρίσκομαι εκεί, τότε, πριν συμβούν όλα αυτά, πριν την κατάρρευση, πριν την λεγόμενη «Αναγέννηση», πριν χαθούν οι αξίες, πριν βρομίσουν οι ψυχές των ανθρώπων από απληστία, πριν ποτισθούν τα μυαλά τους από εξουσία. Με πλημμυρίζει νοσταλγία για την εποχή όταν η ζωές μας ήταν πλούσιες μέσα από την απλότητα τους.
Τα παιδιά της γειτονιάς παίζουν στο προαύλιο. Οι κραυγές τους τώρα, πιο κοντά από πριν, καλύπτουν τον χτύπο του ρολογιού που είναι κρεμασμένο στον τοίχο. Οι φωνές τους εισχωρούν στο δωμάτιο σαν μία πολύχρωμη συρροή από νότες που σχηματίζουν μια εκστατική μελωδία, οδηγούμενη από έναν επίμονο ρυθμό. Έναν ρυθμό που τον έμαθα καλά, και πού ακόμα και τώρα, μετά από τόσο καιρό, μου προκαλούσε ρίγος.
Έκλεισα τα μάτια μου.